παρεκλείπω

παρεκλείπω
παρεκ-λείπω,
A leave out, Aristid.1.171 J.
II run short; c. acc., fail, π. αὐτοὺς τὰ βρώματα v.l. in LXXJu.11.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρεκλείπω — Α 1. παραλείπω, παρέρχομαι, παρατρέχω 2. λείπω, απολείπω, εκλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκλείπω «παραλείπω, εγκαταλείπω»] …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱԿԱՍԵՄ — (եցի.) NBH 2 0584 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c չ. ՊԱԿԱՍԵՄ կամ ՊԱԿԱՍԻՄ. ἑκλείπω, παρεκλείπω , ἑπιλείπομαι deficio ἑλαττόομαι, ελασσοῦμαι minuor, diminuor ὐστερέω indigeo եւ այլն. որ եւ ՊԱԿԱՍ ԵՄ, ես, է. Պակաս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”